Εκπαιδευτήρια Μαντουλίδη

Συμμετοχή των Εκπαιδευτηρίων Μαντουλίδη στον διαγωνισμό Κύπρος: 1974-2015 Δεν ξεχνώ, διεκδικώ, δημιουργώ...

Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2016

Κύπρος 1974-2015 (Εφημερίδα)















Κεραμέως Αφροδίτη, Κούρτη Αρετή, Παπαοικονόμου Βίβιαν

 

Τραγούδι (Στίχοι-Μουσική)



Ψάχνω να σε βρω     

Τριγυρίζω στα στενά

Μα δεν είσαι πουθενά.

Μόνη μου κατεύθυνση,

όπου η καρδιά σου είναι.

Κλειδωμένη η ανάμνηση

όταν μου είπες «μείνε!»
 

Μόνο αν μπορούσα το σύρμα αυτό να κόψω,

να γίνουμε πάλι ένα εγώ κι εσύ,

η ειρήνη να γυρίσει στο νησί.

 
R.  Η αγάπη μας η μόνη μας ελπίδα,

Τα λόγια να ξεχάσω δεν μπορώ.

Στον πόλεμο, στην άγρια καταιγίδα

Ψάχνω να σε βρω.

 
1.  Ο θάνατος τόσο κοντά

Μα εσύ είσαι μακριά.

                                            Η αγάπη μας χωρίστηκε

                                            σχίστηκε η πατρίδα

 και η καρδιά μου μάτωσε

«απέναντι» σαν σ’ είδα.

 
Μόνο αν μπορούσα όλους να τους ενώσω

Να γίνει ένα πάλι το νησί

Με μια αγκαλιά για πάντα να ενωθεί.

 
R. Η αγάπη μας η μόνη ηλιαχτίδα

τη βία να νικήσει προσπαθεί.

Ν’ απλώσουμε το χέρι στην ελπίδα

Ειρήνη πάντα να κυριαρχεί.
 

Η αγάπη μας η μόνη μας ελπίδα,

Τα λόγια να ξεχάσω δεν μπορώ.

Στον πόλεμο, στην άγρια καταιγίδα

Ψάχνω να σε βρω.

 
Ακόμα κι αν περάσουνε τα χρόνια

Ό,τι συνέβη ποτέ δεν θα ξεχνώ

Θα συνεχίσω να ψάχνω να σε βρω.

  
Μπουρούτη Αριάδνη

Τζημουράκα Κατερίνα

 



                      

ΚΥΠΡΟΣ 1974-2015 (Power point)

























                                                 Γκύζης Γιώργος, Μιχαηλίδης Γιώργος

Ντοκιμαντέρ


ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ - ΔΙΕΚΔΙΚΩ - ΔΗΜΙΟΥΡΓΩ

https://www.vimeo.com/151232645

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2016

Σποτ

Τα παιδιά μου αγνοούνται, η μάνα μας αγνοείται...
 
 
                  Βαρλάμη Σμαρώ, Παπαθανασίου Αναστασία, Χριστοφορίδου Ευθαλία 

Σποτ

Καρτερούμεν μέρα νύχτα... 

 


                       Αποστολίδης Κοσμάς, Ντουπτσόγλου Στέργιος, Πεζάτης Δημήτρης

Φωτογραφία











Μεσοχωρίτη Δάφνη

 

Εικαστικές Δημιουργίες


Καντούρου Ευθυμία

 

Κουτρούλης Κωνσταντίνος





Κωστάκη Ιφιγένεια




Κουτρούλης Κωνσταντίνος

 

Ποίηση


Ξεριζωμός

Πυρκαγιές, σκοτωμοί, βιασμοί!

Ξεριζωμός!

Τα κυπριακά μαρτύρια έμειναν ανεξίτηλα

Στην ιστορία

Χαράχθηκαν στις ψυχές των ανθρώπων,

Σημάδεψαν τις μνήμες

Μια ιστορία εξαπάτησης και προδοσίας

 

Λίγες μέρες ήταν αρκετές

Για να καταστραφεί μια χώρα

Και σχίστηκε στα δυο

Έλληνες ξεριζώθηκαν από την ίδια τους την πατρίδα


                                                         Ντικούδης Γιάννης

Ποίηση


ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

Της νιότης αίμα έτρεξε του Βαγορή, του Ζήδρου

Το χώμα σαν ποτίστηκε φυτρώσανε λουλούδια.

Δεν ήταν κόκκινα φωτιάς, ούτε κροκί του ήλιου,

δεν ήταν μωβ ή βυσσινιά,  ούτε ήτανε γαλάζια.

Ήταν λευκά και καθαρά, αγνά σαν περιστέρια

σαν την ψυχή του ήρωα που έδωσε το αίμα.

Ήταν λευκά και μύριζαν γλυκά,  σαν την ειρήνη,

μοσχοβολούσανε ψωμί και έρωτα και μόχθο

και όλα εκείνα που ποθεί ο  νους του κάθε ανθρώπου

που θέλει την ελευθεριά  και το καλό του τόπου!




Βαγορής: Ευαγόρας Παλληκαρίδης

Ζήδρος: Γρηγόρης Αυξεντίου

Παραμύθι

Σαράντα χρόνια μετά...


Στέκομαι όρθιος μπροστά της και αντικρίζω με τρόμο την ίδια μου την αντανάκλαση στα μάτια της. Τρομάζω γιατί αυτό που βλέπω δεν μοιάζει με έναν στρατιώτη που κάνει το καθήκον του. Κοιτάζω την κοπέλα, δεκατεσσάρων μόλις χρονών, και αδυνατώ να καταλάβω τι με έπιασε. Βάζω βιαστικά το όπλο μου πίσω στην θήκη του παντελονιού μου. Λέει πως το όνομά της είναι Κύπρος. Μου φαίνεται παράξενο όνομα όμως δεν μπορώ να καταλάβω γιατί. Απλά ο ήχος του με κάνει νιώθω παράξενα. Να νιώθω ντροπή, ενοχές, για αμαρτίες που δεν έχω κάνει. Ξαφνικά θυμάμαι την επίσημη διαταγή. Πρέπει να φέρνουμε όσους ζωντανούς βρίσκουμε στο στρατόπεδο. Είμαι έτοιμος να πάρω το κορίτσι από το χέρι όταν θυμάμαι και την δεύτερη διαταγή, αυτήν που μας είπε ο διοικητής προσωπικά. Σαν υπνωτισμένος ξαναβγάζω το όπλο από την θήκη του και το στρέφω προς την κοπέλα.

Ξυπνάω απότομα. Όπως κάθε χρόνο τέτοια εποχή. Θυμάμαι την ειρηνευτική επέμβαση. Θυμάμαι τον στρατιώτη που ήμουνα πριν και το απομεινάρι που έγινα μετά. Θυμάμαι την εισβολή. Ντύνομαι βιαστικά και φεύγω από το σπίτι όσο πιο γρήγορα μπορώ, σαν να προσπαθώ να ξεφύγω από κάτι. Περπατώ βιαστικά, σχεδόν κοιμισμένος ακόμα, και απλά εύχομαι να μην πέσω πάνω σε κάποιον περαστικό. Φτάνω στην καφετέρια και βλέπω τον Μουσταφά να με χαιρετά. Ένας ανίκανος άνθρωπος που δήλωσε μια ψυχική ασθένεια που δεν έχει για να συνταξιοδοτηθεί μόλις άρχισε να βαριέται την δουλειά του. Παρ’ όλα αυτά απολαμβάνω την συντροφιά του, ίσως γιατί δεν έχω καμία άλλη . Κάθομαι απέναντι του. Δύο ηλικιωμένοι, εξίσου τρελοί σύμφωνα με τα χαρτιά, ο ένας στοιχειωμένος από πράγματα που έκανε τόσο παλιά που τώρα πια δεν μπορεί καν να ξεχωρίσει αν είναι  αληθινά γεγονότα ή απλά ένα όνειρο.

«Τι σου συμβαίνει, φίλε μου; Γιατί σου είναι τόσο δύσκολο να ξεχάσεις κάτι που έγινε πριν από σαράντα ολόκληρα χρόνια;»

Μια σερβιτόρα πλησιάζει το τραπέζι όπου καθόμαστε και με ρωτά πώς θέλω τον καφέ μου. Το πρόσωπό της είναι νεανικό, αγνό. Με τρομάζει απίστευτα. Ο Μουσταφά απαντάει στην θέση μου. Η κοπέλα φεύγει. Αναστενάζω από ανακούφιση. Με τον Μουσταφά μιλάμε ατελείωτες ώρες για ανοησίες, ανταλλάσσουμε πληροφορίες που ξέρουμε ήδη και ψάχνουμε απαντήσεις σε ερωτήματα που δεν ενδιαφέρουν κανέναν απ’ τους δυο μας. Επιμένει πως χρειάζομαι ξεκούραση, ύπνο, άλλα όταν κοιμάμαι απλά κουράζομαι περισσότερο. Αρχίζουμε να συζητάμε για κινηματογράφο. Του λέω για μια αμερικάνικη ταινία όπου ένας τρελός επιστήμονας κατασκευάζει μια μηχανή με την οποία μπορεί κανείς να ταξιδέψει στο παρελθόν.

«Πάντα αυτό σκέφτεσαι, φίλε μου, σωστά; Πως θα μπορούσες να πας πίσω στο χρόνο και να αλλάξεις τα πάντα. Οι νεκροί να μην έχουν πεθάνει, οι αγνοούμενοι να έχουν βρεθεί. Τα δυο μισά να είναι ένα; Γιατί μπορείς απλά να το ξεχάσεις;»

Εκείνος μου μιλάει για παράξενες γερμανικές ταινίες. Τις χαρακτηρίζει φιλοσοφικές, ονειρικές. Λέει πως μπορούν να μου αλλάξουν την ζωή αρκεί να τους αφιερώσω λίγο χρόνο. Εκείνος έχει άπειρο χρόνο να βλέπει παράξενες ταινίες και να μαθαίνει τα ονόματα σκηνοθετών τους οποίους μάλλον δεν ξέρει κανένας πέρα από εκείνον.

«Απλά προσπάθησε, φίλε μου, να συγχωρέσεις τον εαυτό του.»

Παρατηρώ ότι η ώρα έχει περάσει. Ζαλισμένος περπατώ μέχρι το σπίτι. Βιάζομαι, σαν να με κυνηγά κάποιος ή κάτι. Τρέχω μέσα στην βροχή κρατώντας σφιχτά το όπλο μου, και δεν είμαι πάρα ένας ανόητος νεαρός που πιστεύει ότι αν εντυπωσιάσει τους ανώτερους του θα γίνει ξαφνικά ήρωας. Ο νεαρός έχει ένα χαμόγελο στα χείλη του. Πιστεύει πως από στιγμή σε στιγμή θα του δοθεί η ευκαιρία να μείνει στην ιστορία. Τίποτα στον κόσμο δεν μπορεί να τον σταματήσει. Χωρίζεται από τους άλλους στρατιώτες. Σπάει την πόρτα του πρώτου αγροτόσπιτου που βλέπει και μπαίνει μέσα.

Στέκεται όρθιος μπροστά και την κοιτάζει με τρόμο. Η κοπέλα είναι δεκατεσσάρων μόλις χρονών. Το πρόσωπό της είναι αγνό, νεανικό. Φοβάται. Βάζει βιαστικά το όπλο του πίσω στην θήκη του παντελονιού μου. Εκείνη του λέει πως το όνομά της είναι Κύπρος. Το όνομα του φαίνεται παράξενο, όμως δεν ξέρει γιατί. Θυμάται την επίσημη διαταγή, πως πρέπει να πηγαίνει όλους τους ζωντανούς στο στρατόπεδο. Είναι έτοιμος να πάρει το κορίτσι από το χέρι όταν θυμάμαι και την δεύτερη διαταγή, αυτήν που του είχε πει ο διοικητής προσωπικά. Σαν υπνωτισμένος ξαναβγάζει το όπλο από τη θήκη του και το στρέφει προς την κοπέλα.

Ο νεαρός ξυπνά απότομα και παρατηρεί ότι έχει γεράσει. Ντύνεται βιαστικά και παίρνει τηλέφωνο τον Μουσταφά άλλα εκείνος του λέει πως δεν μπορούν να συναντηθούν, καθώς θα πάει σε ένα φεστιβάλ κινηματογράφου. Λέει τα ονόματα μερικών ηθοποιών όμως δεν γνωρίζω κανέναν τους.

Βγαίνω από το σπίτι χωρίς να θέλω να πάω κάπου συγκεκριμένα. Περιφέρομαι άσκοπα για ώρες. Χαζεύω βιτρίνες μαγαζιών που δεν ξέρω καν τι πουλάνε. Ρωτάω περαστικούς πώς να πάω σε διάφορα μέρη ακόμα παρ’ όλο που γνωρίζω κάθε δρόμο της πόλης. Δεν μου παίρνει πολλή ώρα για να αρχίσω να αναρωτιέμαι αν πρέπει όντως να ξεχάσω, αν το να βασανίζομαι για πράγματα που συνέβησαν πριν από δεκαετίες και δεν μπορώ να αλλάξω βοηθάει εμένα ή οποιονδήποτε. Αν αλλάζει κάτι. Ίσως θα ήταν καλύτερα αυτό να το είχα αναρωτηθεί πολύ καιρό πριν.

«Τι κερδίζεις με το να θυμάσαι; Κάθε χρόνο τέτοια εποχή υποφέρεις σαν να ήσουν εσύ που σκότωσες όλους αυτούς τους ανθρώπους. Ήσουν απλά ένας από τους πολλούς και έκανες ο, τι έκανες επειδή ήταν το καθήκον σου και όχι επειδή το διασκέδασες. Ξέχνα τα όλα και προχώρα.»

Δεν μπορώ όμως να ξεχάσω. Είναι αδύνατον. Μπορώ όμως να προχωρήσω. Περπατώ στους δρόμους με ένα ανεξήγητο χαμόγελο στα χείλη, λες και από στιγμή σε στιγμή θα μου δοθεί ευκαιρία να γίνω ήρωας.

Τρέχω μέσα στην βροχή κρατώντας σφιχτά το όπλο μου, ακόμα κι αν δεν έχω καμία ιδέα τι μπορεί να κάνει πραγματικά. Χαμογελάω. Πιστεύω πραγματικά πως αλλάζω τον ρου της ιστορίας. Βλέπω ένα αγροτόσπιτο. Μοιάζει έρημο άλλα σπάω την μπροστινή πόρτα και μπαίνω μέσα. Θέλω στ’ αλήθεια να βρω κάποιον να κρύβεται σ’ αυτό το φαινομενικά ερειπωμένο σπίτι που οι συμπολεμιστές μου δεν θα σκεφτόταν ποτέ να ψάξουν. Θέλω να βρω κάποιον και να τον παραδώσω στους ανωτέρους μου. Θέλω να εντυπωσιαστούν και να με θεωρήσουν ήρωα. Η τύχη μου χαμογελάει. Όντως υπάρχει κάποιος μέσα στο σπίτι.

Στέκομαι όρθιος μπροστά της και αντικρίζω στα μάτια της την  ίδια μου την αντανάκλαση. Αυτό που βλέπω δεν μοιάζει με έναν στρατιώτη που κάνει το καθήκον του. Κοιτάζω την κοπέλα, δεκατεσσάρων μόλις χρονών, και αναρωτιέμαι τι θα κάνω μετά. Βάζω βιαστικά το όπλο μου πίσω στην θήκη του παντελονιού μου. Οι διαταγές είναι ξεκάθαρες. Πρέπει απλά να την πάω στο στρατόπεδο. Ήμαστε μια ειρηνευτική δύναμη και βοηθάμε ένα κράτος που ήρθε αντιμέτωπο με πραξικόπημα. Μου λέει πως το όνομά της είναι Κύπρος. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί να θέλει μου πει κάτι τέτοιο. Δεν με γνωρίζει. Είμαι απλά ένας στρατιώτης που κάνει το καθήκον του. Ξαφνικά θυμάμαι την διαταγή που μου έδωσε προσωπικά ο διοικητής. Δεν πρέπει να φέρω κανέναν στο στρατόπεδο. Ξαναβγάζω το όπλο από την θήκη του και το στρέφω προς την κοπέλα.

«Τώρα πρέπει να σε σκοτώσω. Γι’ αυτό τρέξε. Φύγε από εδώ. Ζήσε την ζωή σου.»

Ξυπνάω επιτέλους, ήρεμα, σαράντα χρόνια μετά. Έτοιμος να ζήσω τη δική μου ζωή, θέλοντας να αντικρίσω τον κόσμο.

                                                                                 Παπαδημητρίου Λουκάς

Δοκίμιο


Αμμόχωστος, τότε…, τώρα…, μετά ;


14 Αυγούστου 1974

Η μέρα της καταστροφής

Στην Αμμόχωστο, μια από τις μεγαλύτερες και σημαντικότερες πόλεις της Κύπρου και το κυριότερο λιμάνι του νησιού, οι κάτοικοι ξεκινούσαν κανονικά τη μέρα τους.  Κανείς δεν μπορούσε να υποψιαστεί τι τους περίμενε…

Εκείνη την ημέρα πραγματοποιήθηκε η τουρκική εισβολή. Η δεύτερη, για την ακρίβεια, αφού η πρώτη είχε λάβει χώρα στις 20 Ιουλίου, την ίδια χρονιά. Ο πόλεμος μαινόταν γύρω τους εδώ και καιρό. Οι κάτοικοι της Αμμοχώστου ζούσαν υπό την απειλή της τουρκικής επίθεσης. Ωστόσο, εκείνη την ημέρα έμελλε να δοθεί το τελειωτικό χτύπημα. Ισχυρές τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις πραγματοποίησαν έφοδο στην πόλη, με την αρωγή της αεροπορίας και του ναυτικού. Τα αποτελέσματα ήταν καταστροφικά. 4.000 νεκροί, 1.619 αγνοούμενοι, ενώ 200.000 άνθρωποι εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους και την πόλη τους με τη βία. Έγιναν πρόσφυγες  στην ίδια τους την πατρίδα.

Η ζωή αυτών των ανθρώπων καταστράφηκε από τη μία μέρα στην άλλη. Μία πόλη ερημώθηκε. Και όλα αυτά γιατί; Για να αποκτήσουν οι  Τούρκοι καλλιεργήσιμες εκτάσεις, βιομηχανία, τουριστικές εγκαταστάσεις και ορυκτό πλούτο στο νησί. Για να κατακτήσουν πόλεις όπως η Μεσαορία,  η Καρπασία και η Μόρφος. Για να επεκταθούν σε όσο μεγαλύτερο μέρος του νησιού ήταν δυνατό.

Αμμόχωστος, η εικόνα της, η ιστορία της

Η σοβαρότητα της πράξης τους γίνεται ευκολότερα αντιληπτή αν αναλογιστούμε πως η Αμμόχωστος δεν υπήρξε μία απλή πόλη. Ήταν, όπως σημειώθηκε παραπάνω, μεγάλο εμπορικό κέντρο και σημαντικό λιμάνι. Βρίσκεται στα ανατολικά του νησιού. Την εποχή της καταστροφής της αριθμούσε 40.000 κατοίκους.  Στην πόλη είχε αναπτυχθεί σημαντική εμπορική δραστηριότητα.  Τα κύρια προϊόντα της ήταν το σιτάρι, τα αμπέλια, τα εσπεριδοειδή, οι ελιές, αλλά και το βαμβάκι. Συνέβαλλε, επομένως, μέγιστα στην κυπριακή οικονομία. Οι οικονομικές επιπτώσεις, άρα, της καταστροφής ήταν πολύ σοβαρές.

Παράλληλα, ήταν μία από τις αρχαιότερες πόλεις της Κύπρου. Οι πρώτοι της κάτοικοι ήταν οι Πτολεμαίοι κατά τον 3ο αιώνα π.Χ. Επίσης, είναι γνωστή στη Μυθολογία ως Σαλαμίνα, ενώ ιδρυτής της θεωρείται ο τρωικός ήρωας Τεύκρος.

Η πόλη αναπτύχθηκε ιδιαίτερα κατά τη βυζαντινή εποχή, καθώς από αυτή καταγόταν η αυτοκράτειρα Θεοδώρα, σύζυγος του Ιουστινιανού. Γι’ αυτό το λόγο ο αυτοκράτορας την ευνόησε. Μετά την κατάληψη των Αγίων Τόπων από τους Άραβες, πολλοί Χριστιανοί κατέφυγαν στην πόλη, με αποτέλεσμα τη μετατροπή της σε σημαντικό χριστιανικό κέντρο. Έτσι απέκτησε πάνω από 300 εκκλησίες, οι οποίες λεηλατήθηκαν από τους Οθωμανούς κατά την εισβολή. Όταν οι Φράγκοι κατέλαβαν την πόλη την προίκισαν με τείχη, ανάκτορα και έναν γοτθικό καθεδρικό ναό του Αγίου Νικολάου, ο οποίος γλίτωσε την καταστροφή, αλλά μετατράπηκε σε τζαμί.

Χάρη σε αυτή τη μακραίωνη ιστορία, η πόλη απέκτησε μεγάλη πολιτιστική κληρονομιά, αλλά και πολλά μνημεία. Το κυριότερο από αυτά ήταν ‘‘ο πύργος του Οθέλλου’’, όπου θεωρείται πως διαδραματίστηκε η τελευταία σκηνή του γνωστού έργου του Σαίξπηρ. Ο πύργος σώζεται παρά την τουρκική εισβολή μέχρι τις μέρες μας. Άλλα μνημεία της ήταν ο ναός του Αγίου Νικολάου, οι υπόλοιπες εκκλησίες και το μοναστήρι του αποστόλου Βαρνάβα, όπου πιστεύεται πως βρίσκεται και ο τάφος του. Τέλος, η πόλη διέθετε και δύο αρχαιολογικούς χώρους, της προϊστορικής  Έγκωμης και της αρχαίας  Σαλαμίνας.

Τα ιστορικά της μνημεία και η ελκυστική παραθαλάσσια τοποθεσία της την κατέστησαν πόλο έλξης πολλών τουριστών από όλο τον κόσμο και δημοφιλή προορισμό διακοπών. Η καταστροφή της, επομένως, υπήρξε πληγή για το νησί, τόσο για οικονομικούς όσο και για πολιτιστικούς λόγους.

2015

Η σημερινή της κατάσταση

Στην Αμμόχωστο τίποτα δεν έχει αλλάξει μετά την καταστροφή. Το  τοπίο εδώ και τέσσερις δεκαετίες παραμένει το ίδιο όπως και εκείνη την αποφράδα  μέρα. Όσοι την επισκέπτονται τη χαρακτηρίζουν πόλη-φάντασμα. Τα κτίρια και οι δρόμοι βρίσκονται στην ίδια κατάσταση όπως τα εγκατέλειψαν οι τρομοκρατημένοι  κάτοικοι, πιο φθαρμένα, βέβαια από τη λεηλασία και το χρόνο.

Το χειρότερο, όμως, είναι το γεγονός πως είναι έρημα. Η πόλη δεν κατοικείται πια. Μένουν μόνο τα εγκαταλελειμμένα κτίρια να θυμίζουν τα παλιά μεγαλεία της πόλης, προκαλώντας ένα πικρό συναίσθημα. Η Αμμόχωστος, λοιπόν, χαρακτηρίζεται ως πόλη-φάντασμα, επειδή δίνει την αίσθηση στον επισκέπτη πως κάπου εκεί μέσα στα χαλάσματα, ανάμεσα στους αρουραίους και στα φίδια- τα μόνα ζωντανά πλάσματα της περιοχής- τριγυρνούν τα φαντάσματα των νεκρών κατοίκων να θρηνούν την κατάντια της κάποτε σπουδαίας πόλης τους.

 
Καμία λύση μέχρι τώρα

Το πιο τραγικό, ωστόσο, είναι πως κανένας δεν φαίνεται να δίνει σημασία. Η πόλη θα έπρεπε να επιστραφεί στους νόμιμους κατοίκους της. Έχουν, άλλωστε, πραγματοποιηθεί σημαντικές προσπάθειες από τον ΟΗΕ για να συμβεί αυτό. Η Τουρκία έχει υποχρεωθεί να παραχωρήσει την Αμμόχωστο στα Ηνωμένα Έθνη, με ψήφισμα το 1984. Το αγνοεί, ωστόσο, επιδεικτικά.

Νέο ψήφισμα, που εκδόθηκε το 1992, προβλέπει να τεθεί η πόλη υπό τον έλεγχο ειρηνευτικής δύναμης. Η Τουρκία, όμως, εξακολουθεί να μη συμβιβάζεται με τις υποδείξεις αυτές. Έχει, μάλιστα, κατηγορηθεί από τα Ηνωμένα Έθνη πως μόνο εξαιτίας της δυσχεραίνεται η διαδικασία επίλυσης του προβλήματος.

Ύστερα από την καταστροφή που προκλήθηκε δε συναινούν καν να διορθώσουν ότι μπορεί να διασωθεί. Οι άνθρωποι που σκοτώθηκαν δεν είναι δυνατό να επανέλθουν στη ζωή. Όλοι όσοι έχασαν αγαπημένα τους πρόσωπα δεν πρόκειται να τα ξαναβρούν ότι κι αν γίνει. Εκείνοι οι οποίοι εγκατέλειψαν κυνηγημένοι τα σπίτια τους, βλέποντας τις ζωές τους να αλλάζουν δραματικά, δεν μπορούν να αποζημιωθούν. Είναι πλέον πολύ αργά γι’ αυτούς. Πέρασαν ήδη όλη τους τη ζωή ως πρόσφυγες, μακριά από την πόλη τους.

Αυτό, όμως, που μπορεί και θα έπρεπε να γίνει οπωσδήποτε είναι να επιστραφεί η Αμμόχωστος στα χέρια των Ελληνοκυπρίων. Διότι σε αυτούς ανήκει δικαιωματικά, εκείνοι υπέφεραν από την καταστροφή της. Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα δικαιωθούν οι επιζώντες της εισβολής, έστω και μετά από τόσα χρόνια. Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα αποκτήσει και πάλι ζωή η Αμμόχωστος, που παρέμεινε για τόσα χρόνια, ή μάλλον δεκαετίες, μια πόλη-φάντασμα.

Ωστόσο, η Τουρκία, απρόθυμη να πραγματοποιήσει τα παραπάνω, δε φαίνεται να μετανιώνει για τις αποτρόπαιες πράξεις της στο παρελθόν. Το αντίθετο, δίνει την εντύπωση πως τις υποστηρίζει. Μοιάζει να μην την ενοχλεί η τραγική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η πόλη.


Πρόταση για δράση

Είναι απαραίτητο να αναληφθεί δράση σύντομα. Η κατάσταση της πόλης αποτελεί πληγή για ολόκληρη την Ελλάδα και κυρίως για το ελληνικό τμήμα της Κύπρου. Είναι μία πληγή που παραμένει ανοιχτή για δεκαετίες. Θυμίζει σε όλους τις θλιβερές στιγμές που έζησαν οι κάτοικοί της κατά το διωγμό. Παράλληλα, η εικόνα που δίνει η Αμμόχωστος στους επισκέπτες είναι ντροπιαστική. Είναι απαράδεκτο να υπάρχει πόλη σε αυτή την κατάσταση στον 21ο αιώνα, στην Ευρώπη της Ε.Ο.Κ. και σε μία τόσο ευαίσθητη γεωπολιτικά περιοχή.

Η Αμμόχωστος πρέπει να βγει από τη λήθη στην οποία βρίσκεται και αποκτήσει και πάλι ζωή. Επίσης, είναι αναγκαίο να επικρατήσει, επιτέλους, ειρήνη σε αυτή την ταραγμένη περιοχή. Το γεγονός αυτό θα αποτελέσει παράδειγμα για όλες τις χώρες ή πόλεις, όχι μόνο  τις γειτονικές, αλλά και ολόκληρου  του κόσμου, που αντιμετωπίζουν παρόμοιες καταστάσεις.
                                                                                     
                                                                              Τσουρουκίδου Ελένη
 
Πηγές:

www.topontiki.gr/article/80750/ammohostos-40-hronia-poli-fantasma

Δοκίμιο

Όχι χίλια, κόψε όλο το δάσος      (Hayır bin ağaç, tüm ormanı kes)


          “Οι ευχές ήταν για καλή επιτυχία. Τώρα έρχεται προς την Κύπρο η νηοπομπή με τα αποβατικά και το αρματαγωγό –Ερκίν-. Εκεί, λοιπόν, όλοι ξεκίνησαν να έρχονται προς Κυρήνεια. Από τη Μερσίνη μέχρι την Κυρήνεια υπήρχαν ώρες πολλές, για να έρθουν μονάδες, να ενημερωθούν, να κινηθούν, να λάβουν θέσεις, διότι η Λευκωσία είναι τριανταπέντε χιλιόμετρα μακριά. Έρχονται σε μισή ώρα, μια ώρα, είναι εκεί. Τίποτε, καμιά κίνηση. Έμεινε έτσι. Τρίβαμε τα χέρια μας εμείς έχοντας υπόψη ότι ενημερώνονται όλοι, ότι θα είναι στις θέσεις τους, ότι θα πάθουν τέτοια πανωλεθρία οι Τούρκοι, που θα απαλλαγούμε για δύο τουλάχιστον γενεές. Ειρωνεία”. Άκρως απόρρητο. Υπογραφή: Αλέξανδρος Σημαιοφορίδης, επικεφαλής των ελληνικών μυστικών υπηρεσιών στην Κύπρο.

“Κύριε συνταγματάρχα, εάν είχα το δικαίωμα, θα σε έπιανα από τον γιακά, θα σε ταρακούναγα, για να συνεφέρεις τους ανθρώπους στην Αθήνα, διότι κάτι πολύ κακό συμβαίνει”. Υπογραφή: Αλέξανδρος Σημαιοφορίδης. Αυτά ήταν μερικά από τα λόγια ενός αφανούς Έλληνα ήρωα και γενναίου αξιωματικού, επιφορτισμένου με το τραχύ έργο της συλλογής πληροφοριών στο νησί. Πίστευε, απλώς, στις καλές προθέσεις των ανωτέρων του, τόσο στην υπηρεσία του, την Κ.Υ.Π., όσο και στην κυβέρνηση των συνταγματαρχών. Μόνος του ανάμεσα σε προδότες. Με το ακουστικό του συνδεδεμένο με το τουρκικό στρατηγείο της Μερσίνης και τον χώρο συσκέψεως των Τούρκων επιτελών, ο Έλληνας κατάσκοπος γίνεται δέκτης ευαίσθητων πληροφοριών, τις οποίες, δίχως δεύτερη σκέψη, διαβιβάζει στην Αθήνα. Μέρες πριν το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου και την εισβολή του Αττίλα, η ελληνική πλευρά ελέω Σημαιοφορίδη γνωρίζει τα πάντα για την προετοιμασία των Τούρκων στη Μερσίνη, καθώς και για τα αποβατικά τους σχέδια.

Η μαρτυρία Σημαιοφορίδη στην επιτροπή της κυπριακής Βουλής για τον φάκελο της Κύπρου θεωρείται βαρύνουσας σημασίας κατάθεση, επειδή ανατρέπει πολλά που έχουν ειπωθεί ως τώρα. Για πρώτη φορά, μετά την επαναλαμβανόμενη τραγωδία του Αττίλα Α’ και Αττίλα Β’, πέφτει άπλετο φως σε άγνωστες πτυχές του ζητήματος και ξεσκεπάζονται ευθύνες επιχειρησιακών παραγόντων που λάμβαναν αποφάσεις για την τύχη του ελληνικού και του κυπριακού λαού. Αδρανή χαρακτήρισαν μερικοί την απαθή στάση των ελληνικών επιτελείων στην Αθήνα και την Κύπρο απέναντι στις εκκλήσεις Σημαιοφορίδη για ενίσχυση της ασφάλειας του νησιού, όπως και απέναντι στην τουρκική πρόκληση και εισβολή. Αδράνεια ή εσκεμμένη ολιγωρία των ιθυνόντων για μια κατάληξη που αγγίζει τα όρια της συνωμοσίας και γιατί όχι της τρέλας;

Συγκλίνουσες με την κατάθεση μαρτυρίες ενισχύουν το πρώτο από τα δύο σενάρια για το Κυπριακό. Το πρώτο σενάριο ήθελε μια Κύπρο διχοτομημένη, βορά και θυσία στους σχεδιασμούς των Αμερικανών όσον αφορά το status quo της νοτιοανατολικής Μεσογείου. Όπως προκύπτει από διαβαθμισμένα –πλέον αποχαρακτηρισμένα- έγγραφα του Κίσσιγκερ, το κυπριακό ζήτημα θα μπορούσε να λυθεί στη βάση της δημιουργίας μιας διζωνικής ομοσπονδίας στο νησί -κατ’ αναλογία με το σχέδιο Άτσεσον-, πρόβλεψη που καθιστούσε τους Αμερικανούς και το ΝΑΤΟ κυρίαρχους στην ευρύτερη περιοχή. Όπως σημειώνεται στα έγγραφα, οι Αμερικανοί προσέβλεπαν στην ταχύτερη δυνατή λύση του Κυπριακού, την ώρα που ο σοβιετικός παράγοντας ενίσχυε τη θέση και τον ρόλο του στη Μέση Ανατολή. Επομένως, το θέμα της Κύπρου εντασσόταν σε ένα εκτεταμένο πλαίσιο επιρροής και διένεξης κορυφαίων δυνάμεων στην περιοχή σε μια ομολογουμένως κρίσιμη περίοδο: την κορύφωση του Ψυχρού Πολέμου. Ενδεδειγμένος για την περαίωση του σχεδίου κρίθηκε ο δικτάτορας Ιωαννίδης, ο οποίος σε συνεργασία με τους Αμερικανούς συναίνεσε να παραδοθεί τμήμα της Κύπρου στους Τούρκους. Στο δεύτερο σενάριο ο ‘’αόρατος’’ δικτάτορας φέρεται να έχει εξαπατηθεί από την αμερικανική κυβέρνηση και το κλιμάκιο της CIA στην Αθήνα. Το περιβάλλον του κάνει λόγο για προτροπές της αμερικανικής πλευράς να ανατρέψει τον Μακάριο, διαβεβαιώσεις για παρεμπόδιση των Τούρκων να εισβάλλουν στην Κύπρο και ανάληψη προσπαθειών, για να ενωθεί η Κύπρος με την Ελλάδα. Η υπόθεση αυτή, όμως, ναυαγεί, αν παρακολουθήσει κανείς τις καταθέσεις στην επιτροπή και τα γεγονότα στην εισβολή.

Άπαντες σε Ελλάδα και Κύπρο μιλούν για προδοσία. Δεν ξεχνούν, ωστόσο, πολλοί να αναφερθούν και στον υπονομευτικό ρόλο των Η.Π.Α. “Έξω οι Αμερικάνοι’’ ήταν το σύνθημα που ακουγόταν στις πολυτάραχες διαδηλώσεις. Είναι αλήθεια ότι οι Αμερικανοί έψαχναν τον κατάλληλο ενορχηστρωτή, για να εκτελέσει τα σχέδιά τους αναφορικά με την Κύπρο. Μετά τους “αποτυχημένους” Παπανδρέου και Παπαδόπουλο διατάζεται η άνοδος του Ιωαννίδη, για να κάνει ότι δεν μπόρεσαν οι άλλοι.  Και το ερώτημα παραμένει αναπάντητο: “Ποιος επιτέλους κυβερνά αυτή τη χώρα”;

Οι αποκαλύψεις πιστώνονται κατά βάση στις ενέργειες και έρευνες της κυπριακής Βουλής, την ώρα που οι αρμόδιοι στην Αθήνα σιωπούν συγκαλύπτοντας πρόσωπα και καταστάσεις. Εκμεταλλευόμενες τη σιωπή και τη συνενοχή, σκιώδεις προσωπικότητες για δεκαετίες κάλυπταν τα ανομήματά τους με τον μανδύα “του άκρως απόρρητου” ή με το πρόσχημα για δήθεν “εθνικά συμφέροντα” που θίγονται. Μάλιστα, πολλοί εξ αυτών με περίσσεια θράσους εμφανίζονται να συγγράφουν παρουσιάζοντας τους εαυτούς τους ως ήρωες του αλυτρωτικού αγώνα των Ελλήνων και των Ελληνοκυπρίων για την ένωση της Μεγαλονήσου με την Ελλάδα. Άλλη ειρωνεία…

Πολλοί έσπευσαν να χαρακτηρίσουν άφρονες και παρανοϊκούς κάποιους άλλους. Κάποιους που είχαν την ανδρεία να βγουν φανερά και να μιλήσουν. Κάποιοι κατακεραυνώνουν την Ε.Ο.Κ.Α. και τον Μακάριο. Άλλοι πάλι σιγοψιθυρίζουν τα ονόματα των Σίσκο, Τάσκα και Μπάου. Εν τέλει, τα τείχη πέφτουν από μέσα. Το δηλώνω με το ίδιος ύφος οιωνεί κατάθεσης Σημαιοφορίδη. Και οργίζομαι γιατί τούτο αποτελεί θλιβερό μας προνόμιο. Αιώνες η ίδια καραμέλα. Φταίει ο τάδε και ο δείνα. Ας παραδειγματιστούμε από τις Θερμοπύλες, την Πόλη, την Κύπρο. Φτάνει.

“Και παίρνει εντολή ο Τούρκος Διοικητής του Τάγματος του Μηχανικού να κόψει όλα τα δέντρα, τα πεύκα, που είναι στην παραλία της Μερσίνης, διότι θα χρησιμοποιηθεί σαν χώρος που θα γίνει αποβίβασις δυνάμεων. Απορεί ο Διοικητής του Μηχανικού και λέει”:

-“Μα, εκεί πρέπει να κόψουμε χίλια δένδρα”

-“Όχι χίλια, κόψε όλο το δάσος” (“Hayır bin ağaç, tüm ormanı kes”)


                                                                  Κωνσταντινίδου Σύρου Πανταζήνα