Εκπαιδευτήρια Μαντουλίδη

Συμμετοχή των Εκπαιδευτηρίων Μαντουλίδη στον διαγωνισμό Κύπρος: 1974-2015 Δεν ξεχνώ, διεκδικώ, δημιουργώ...

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2016

Διήγημα

 
   20 Ιουλίου 1974
 

   Μόλις ξεκίνησε ο πόλεμος…. Ξαφνικά οι Τούρκοι εισβάλλουν στην Κύπρο, στην Κερύνεια,  παραβιάζοντας τα προκαθορισμένα μέτρα. Ως πρόσχημα έχουν  το πραξικόπημα που πραγματοποιήθηκε εναντίον της νόμιμης Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας πέντε μέρες πριν, στις 15 Ιουλίου, από την ελληνική  στρατιωτική χούντα και τους Ελληνοκύπριους υποστηρικτές της. Ένα ραδιόφωνο στη διαπασών ανακοινώνει: «Κύριοι, βρισκόμαστε σε πόλεμο με την Τουρκία» ενώ έπαιζε εμβατήρια. Τα πολεμικά τους αεροσκάφη βομβαρδίζουν τον  αέρα της Κερύνειας. Οι Τούρκοι καταπατούν τα ανθρώπινα δικαιώματα των Κύπριων, κρατούν αιχμαλώτους και σκοτώνουν άφοβα τους συμπατριώτες μου.

  Το κλίμα που επικρατεί είναι ζοφερό και μαυρίζει τις ψυχές όλων. Παρακολουθώ τον κόσμο απεγνωσμένο να τρέχει για να ξεφύγει από τους πυροβολισμούς και τους βομβαρδισμούς με τον φόβο να αντικατοπτρίζεται στα γεμάτα απόγνωση  μάτια του. Μικρά παιδιά κλαίνε βλέποντας  το μακάβριο θέαμα αγκαλιάζοντας τις μητέρες τους, όλοι φεύγουν να κρυφτούν για να προστατευθούν. Κάποιες κοπέλες χαιρετούν τους στρατιώτες και λένε τα τελευταία «αντίο» με την ελπίδα να ξανασυναντηθούν όταν τερματιστεί ο αβάσταχτος πόλεμος που μαστίζει την κυπριακή κοινωνία.

    Ο κόσμος  με προσπερνάει τρέχοντας για να διαφύγει. Μόνο εγώ παραμένω ασάλευτη, σαν να με τραβάει μια κρυφή δύναμη, σα να  θέλω να σκοτωθώ από τους απόκοσμους πυροβολισμούς που ρύπαιναν τον αέρα της Κερύνειας. Νιώθω τα καυτά δάκρυά μου να κυλάνε ασταμάτητα. Ακούω την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά ηχώντας στα αυτιά μου και τα χέρια μου έχουν μουδιάσει. Η δεκαπεντάχρονη ύπαρξή μου τρέμει ολόκληρη. Δεν βγαίνει από το μυαλό μου η εικόνα.

  «Όχι! Δεν έγινε… Ποτέ δεν το είδα… Είναι όλα ένας εφιάλτης  που θα τελειώσει…» ακούω τον εαυτό μου να παραληρεί.

   Αλλά το είδα μπροστά μου μόλις το προηγούμενο λεπτό. Το ξέρω ότι ήταν αλήθεια… Η ίδια σκηνή διαδραματίζεται επαναλαμβανόμενα στο μυαλό μου:

 Βλέπω τον πατέρα μου, τον Αλέξανδρο Νικολάου, να μου φωνάζει «αντίο», καθώς έτρεχε στην μάχη για να υπηρετήσει την πατρίδα. Είχε φτάσει  η στιγμή να με αποχαιρετήσει δίνοντας την υπόσχεση ότι θα γυρίσει όσο πιο γρήγορα γίνεται. Τον παρακολουθούσα από μακριά θαυμάζοντας την ψηλή γεροδεμένη κορμοστασιά του και τη γενναιότητα που τον χαρακτήριζε στα τριάντα οχτώ του χρόνια. Ήταν θαρραλέος, τολμηρός και αποφασισμένος να ακολουθήσει τον δεκαοχτάχρονο γιο του και αγαπητό μου αδερφό Κωνσταντίνο στην στρατολόγηση.

Την ίδια στιγμή ήταν ακριβώς εκεί, λίγα μέτρα πιο μακριά μου, ένας νεαρός Τούρκος στρατιώτης, που καθώς έτρεχε,  η σφαίρα ενός Κύπριου τον πέτυχε στο πόδι. Ο στρατιώτης διπλωμένος από τον πόνο έπεσε στο έδαφος αγκομαχώντας.

   Καθώς ο μπαμπάς μου κατευθυνόταν προς το μέρος που ήταν συγκεντρωμένοι οι υπόλοιποι Κύπριοι, σταμάτησε ξαφνικά μπροστά από τον τραυματισμένο Τούρκο. Γνωρίζοντας πολύ καλά ότι ο τραυματίας άνηκε στο αντίπαλο στρατόπεδο, ο πατέρας μου αψηφώντας την καταγωγή του στρατιώτη, γονάτισε να τον βοηθήσει. Ο Τούρκος αμέσως του έδειξε το πόδι του, βουτηγμένο στο αίμα. Την στιγμή που ο πατέρας μου προσπάθησε να τον σηκώσει, ένας Τούρκος στρατιώτης βλέποντας τον τραυματισμένο συμπατριώτη του θεώρησε πως  ο πατέρας μου ευθύνονταν για τον τραυματισμό του  σήκωσε το τουφέκι του και τον πυροβόλησε.

«Μπαμπά!!» φωνάζω με όλη μου τη δύναμη αλλά η φωνή μου καλύφθηκε από τον ήχο των πυροβολισμών.

     Μα όλα γίνανε τόσο γρήγορα… Ο Τούρκος στρατιώτης επηρεασμένος από το δολοφονικό κλίμα του πολέμου και με μυαλό θολωμένο, με αποφασισμένο χέρι τράβηξε την σκανδάλη. Ο πιο εκκωφαντικός πυροβολισμός που έχει ποτέ ακουστεί, τόσο δυνατός όσο και θανατηφόρος. Ο περήφανος πατέρας μου τώρα κειτόταν πια ανέκφραστος με το αίμα να τρέχει χωρίς σταματημό από το αριστερό του πλευρό δημιουργώντας ρυάκι στο ξερό χώμα. Ο πατέρας μου πυροβολήθηκε πριν από λίγα λεπτά  μπροστά στα μάτια μου…

   Τώρα το κεφάλι μου γυρίζει και το μίσος που τρέφω για τον πόλεμο μεγαλώνει κάθε δευτερόλεπτο. Η εικόνα του νεκρού μου πατέρα εμφανίζεται συνέχεια μπροστά μου, ακόμη και όταν σφαλίζω τα μάτια μου για να την ξεχάσω, και η σκηνή επαναλαμβάνεται διαρκώς με τον απόκοσμο πυροβολισμό και την κατάρρευσή του…

  «Τον σκότωσες! Εσύ φταις!» τσίριζα προς το σημείο που ήταν προ λίγου ο στρατιώτης. Νιώθω να χάνω τα λογικά μου και τα δάκρυά μου να βρέχουν το πρόσωπό μου.

   Ξαφνικά έρχεται μια ομάδα Κύπριων στρατιωτών και οδηγεί γρήγορα εμένα και τον υπόλοιπο κόσμο που ήταν έξω, στην ασφάλεια ενός κτηρίου λίγο μέτρα πιο κάτω. Μας απαγορεύουν να βγούμε μέχρι να μας επιβεβαιώσουν οι ίδιοι ότι έξω είναι ασφαλή.

  Ανάμεσα στο πολύ κόσμο έρχεται κοντά μου μια νεαρή κοπέλα γύρω στα είκοσι με μάτια γεμάτα στοργή και αγάπη, όμως με χέρια τρεμάμενα από τον φόβο του πολέμου.

    «Είσαι καλά;» με ρωτάει με ενδιαφέρον.

    «Πρέπει να γυρίσω πίσω» καταφέρνω να ψελλίσω.

    «Μην πας! Θα σκοτωθείς!» μου λέει έντρομη.

    «Μα πυροβόλησαν τον μπαμπά μου!»

    «Αν βγεις, κινδυνεύεις να σε πυροβολήσουν και σένα. Εξάλλου μας απαγόρευσαν να βγούμε έξω! »μου λέει προσπαθώντας με πείσει ότι τα λεγόμενά μου ήταν παράλογα.

    «Εντάξει…» της απαντάω νιώθοντας πλέον ανήμπορη.

    «Με λένε Ελπίδα.»

    «Ζωή» της συστήθηκα.

    Με ρωτάει τι είδα και είμαι τόσο αναστατωμένη. Όση ώρα της διηγούμαι την ιστορία με παρακολουθεί προσεκτικά με το συμπονετικό της βλέμμα.

    «Λυπάμαι πολύ για αυτό που σου συνέβη  αλλά  είμαι  εδώ και θα σε βοηθήσω όσο μπορώ…»

    «Ευχαριστώ.»λέω συνειδητοποιώντας πως είμαι πλέον μόνη μου.

    «Λένε πως πρέπει να φύγουμε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα από δω για να μην διωχτούμε με τη βία.».

  «Δεν έχω πουθενά να μείνω εκτός Κερύνειας.» συμπεραίνω ακούγοντας τους πυροβολισμούς. Είμαι ακόμα σοκαρισμένη, αφού δεν πρόλαβα να ηρεμήσω, και νιώθω την απόγνωση να με κυριεύει. «Εσύ που θα μείνεις;»

 «Θα μας πάνε στη Λευκωσία και μετά εγώ θα πάω στη Θεσσαλονίκη. Σπουδάζω στο Παιδαγωγικό εκεί.»

 «Μα εγώ δεν έχω πουθενά να μείνω πέρα από το σπίτι εδώ…Δεν μπορώ να φύγω.»

 «Πρέπει όμως... Μπορείς να έρθεις μαζί μου στη Θεσσαλονίκη. Εδώ και δυο βδομάδες είχα αγοράσει εισιτήρια για μένα και τον αδερφό μου. Είχαμε σκοπό να πάμε στην Θεσσαλονίκη, αλλά ξεκίνησε ο πόλεμος και όλα γίνανε τόσο γρήγορα… Στρατολογήθηκε και τώρα θα φύγω μόνη μου. Μπορείς να πάρεις εσύ το εισιτήριο του αδερφού μου. Θα σε φιλοξενήσω σπίτι μου για όσο χρειαστεί»

  «Αλήθεια; Θα μπορούσες να το κάνεις αυτό για μένα;» την ρωτάω σοκαρισμένη. Με διαβεβαιώνει πως όλα είναι εντάξει. Το όνομά της συνοδεύει την ελπίδα που έφερε στην ψυχή μου η παρουσία της.

  Από την τηλεόραση ακούγεται το πολεμικό ανακοινωθέν:

   «Έκτακτον πολεμικόν ανακοινωθέν. Ανακοινούται ότι την πρωία της 20ης Ιουλίου του 1974 τουρκικά αεροσκάφη άνευ προειδοποιήσεως προσέβαλον στο σταθμό Ραντάρ, εβομβάρδισαν το στρατόπεδον της ΕΛΔΥΚ και έριξαν εντός του τουρκοκυπριακού θύλακος Λευκωσίας Αγίστας μικράν δύναμιν αλεξιπτωτιστών. Ελληνικαί Κυπριακαί δυνάμεις αντιμετωπίζουν μετά γενναιότητος και πρωτοφανούς ενθουσιασμού την απρόβλητον επίθεσιν του Τουρκικού σοβινισμού…». Στο μυαλό μου εμφανίζεται πάλι η εικόνα του μπαμπά μου. Καλύπτω τα αυτιά μου με τα χέρια μου. Δεν θέλω να ακούσω άλλο… 

 
21 Ιουλίου 1974

 
   Μας κρατάνε εκεί μέχρι τα ξημερώματα, όταν δηλαδή σταματούν  για λίγο οι βομβαρδισμοί. Τρέχω μέχρι το σπίτι για να πάρω χρήματα μαζί μου και τα χαρτιά που μας ζήτησαν για τα διαδικαστικά. Πρέπει να είμαι πάλι πίσω όσο πιο γρήγορα γίνεται.

  Είμαι μόνη  στο άδειο σπίτι, η μικρή μονοκατοικία της οικογένειας Νικολάου σχεδόν ακατοίκητη.

  Από στιγμή σε στιγμή περιμένω να ανοίξει η πόρτα να μπει ο πατέρας μου κουρασμένος από τη δουλειά  με το εύθυμο χαμόγελό του. Ήταν γνωστός ψαράς της πλούσιας παραθαλάσσιας Κερύνειας, με το μαγαζί του μπροστά στο κύμα, προσελκύοντας τους πελάτες με τους ευγενικούς του τρόπους.

  Από τη άλλη μεριά, ο αδερφός μου ο Κωνσταντίνος είναι λίγο ιδιόρρυθμος, αλλά πάντα με προστάτευε και με πρόσεχε ως μεγάλος αδερφός. Μπαίνοντας στο δωμάτιό του νιώθω ότι είναι εκεί, με το γνώριμο άρωμα και τις ιδιοτροπίες του…

  Κανείς όμως δεν είναι σπίτι. Μαζεύω όλα τα χρήματα από το σπίτι και παίρνω σε ένα σάκο ρούχα και  μια φωτογραφία του μπαμπά και  του Κωνσταντίνου.

 Κλειδώνοντας την πόρτα νιώθω ότι αφήνω τα πάντα πίσω. Το σχολείο μου, τους φίλους μου…  Ξεκινάει μια καινούρια αβέβαιη αρχή για μένα… 

 
20 Ιουλίου 1996

 
  Ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω ότι έχουν περάσει ακριβώς είκοσι δύο χρόνια από τότε που έφυγα από το πατρικό μου σπίτι. Παρόλα αυτά, οι εφιάλτες συνεχίζονται αραιά και πού. Όλα διαδραματίζονται τόσο ζωντανά μπροστά μου: ο Τούρκος στρατιώτης πυροβολεί τον πατέρα μου, εγώ κλαίω ανήμπορη και φεύγω από το σπίτι…

   Τώρα, στα τριάντα εφτά μου χρόνια, ζω στην Θεσσαλονίκη με την οικογένειά μου,  και με την υποστήριξη της Ελπίδας, ασκώ το επάγγελμα του δικηγόρου με επιτυχία.

   Η Ελπίδα με φιλοξένησε σπίτι της μέχρι να τελειώσει το καλοκαίρι και μετά , τελείωσα το λύκειο μένοντας στο ορφανοτροφείο της Μητρόπολης της Θεσσαλονίκης. Γνώριζε καλά την ιστορία μου και με βοήθησε πολύ να προσαρμοστώ στο νέο περιβάλλον και να ξεπεράσω, όσο γινόταν, το παρελθόν μου. Από τότε έχουμε μια πολύ ιδιαίτερη σχέση, καθώς είναι η καλύτερή μου φίλη και το βασικότερό μου στήριγμα σε οτιδήποτε επιχειρώ.

  Από τη μέρα που έφυγα από την Κύπρο με την Ελπίδα, ξαναγύρισα πίσω αναζητώντας τον Κωνσταντίνο, στα είκοσι τρία μου, μόλις τελείωσα τις σπουδές μου και είχα μαζέψει χρήματα για αυτόν τον σκοπό. Δυστυχώς μέχρι και σήμερα ανήκει στους αγνοούμενους του πολέμου, ενώ ο πατέρας μου είναι νεκρός.

Όμως μόλις χθες το βράδυ μου τηλεφώνησε η Ελπίδα η οποία ήθελε να με ενημερώσει πως είχε ακούσει σε μία ραδιοφωνική εκπομπή του Ερυθρού Σταυρού ότι ένας Νικολάου μετακόμισε μετά τον πόλεμο στην Λευκωσία από την Κερύνεια και ψάχνει να βρει την οικογένειά του.

  Τα νέα της Ελπίδας μου έδωσαν απερίγραπτη χαρά διότι ως τώρα ήμουν πεπεισμένη ότι δεν θα τον έβρισκα ποτέ, αφού οι αγνοούμενοι είναι χιλιάδες και θεωρούνται όλοι νεκροί. Είμαι όμως αποφασισμένη να τον αναζητήσω όσο μπορώ και να τον βρω. Εύχομαι αυτά που μου μετέφερε  να είναι αληθινά και έγκυρα, διαφορετικά θα απογοητευτώ πολύ…

    Αύριο το πρωί φεύγω για τη Λευκωσία.


21 Ιουλίου 1996


Καθώς επιβιβάζομαι στο αεροπλάνο για Λευκωσία, νιώθω όλο και πιο αισιόδοξη ότι η αναζήτησή μου για τον Κωνσταντίνο θα είναι επιτυχημένη .

   «Μακάρι η είδηση που άκουσε η Ελπίδα να είναι αληθινή…» εύχομαι παρατηρώντας από το παράθυρο του αεροπλάνου τη Θεσσαλονίκη να μικραίνει όλο και πιο πολύ.

Προσγειώνομαι στο Ελληνοκυπριακό μέρος της λαμπερής πρωτεύουσας και χωρίς να έχω χρόνο για χάσιμο, βρίσκω το πιο κοντινό ξενοδοχείο, κλείνω ένα δωμάτιο και ζητάω τον τηλεφωνικό κατάλογο της περιοχής για να βρω και να επιβεβαιώσω τα στοιχεία που μου έδωσε ο Ερυθρός Σταυρός.

Μια ευγενική υπάλληλος μου δίνει το πολυσέλιδο βιβλίο. Την ευχαριστώ και το ξεφυλλίζω. Το χέρι μου πάει βιαστικά στο γράμμα «Ν»  και αρχίζω να ψάχνω το όνομα του Κωνσταντίνου. Μετά από πολλή αναζήτηση διαβεβαιώνομαι ότι δεν υπάρχει. Κάνοντας να κλείσω τον τηλεφωνικό κατάλογο συγκρατημένα αισιόδοξη,  το μάτι μου πέφτει στο όνομα «Νικολάου Αλέξανδρος». Μάλλον είναι ο γιος του σαραντάχρονου πλέον αδερφού μου! Σημειώνω την διεύθυνση νιώθοντας την ελπίδα να επανεμφανίζεται.

Ρωτάω την ευγενική υπάλληλο μήπως γνωρίζει πού βρίσκεται αυτή η διεύθυνση, και αφού το επεξεργάζεται για λίγα λεπτά μου λέει ότι απέχει περίπου ένα τέταρτο από το ξενοδοχείο και με πληροφορεί ποιο λεωφορείο να πάρω για να φτάσω στον προορισμό μου.

Ανυπόμονη να δω τον αδερφό μου και την οικογένειά του βρίσκω την μονοκατοικία που αντιστοιχεί στην διεύθυνση του τηλεφωνικού καταλόγου. Ένα μικρό σπιτάκι βαμμένο σε άσπρο χρώμα με ξύλινα παράθυρα και πόρτες. Ο μπροστινός κήπος στολίζεται από διάφορα περιποιημένα χρωματιστά λουλούδια. Περπατάω με γρήγορα και αποφασιστικά βήματα προς την πόρτα του σπιτιού, περνώντας δίπλα από τα πολύχρωμα λουλούδια που αναδύουν την μυρωδιά του καλοκαιριού. Νιώθω την απόσταση ανάμεσα σε εμένα και τον αδερφό μου να μικραίνει. Μακάρι να τον έχω βρει…

Χτυπάω το κουδούνι. Περιμένω τον Κωνσταντίνο να ανοίξει την πόρτα και να με υποδεχτεί εγκάρδια…

Η πόρτα ανοίγει, όμως μπροστά μου δεν είναι ο αδερφός μου. Ο ηλικιωμένος κύριος που βλέπω μπροστά μου με αφήνει άναυδη. Ψηλός, με τα ίδια λαμπερά μάτια, αλλά τώρα κουρασμένα και γερασμένα στα εξήντα οκτώ του χρόνια. Όχι, δεν είναι αλήθεια. Δεν γίνεται να είναι… Αφού είδα ότι τον πυροβόλησαν…

 Κοιταζόμαστε για λίγα δευτερόλεπτα και νιώθω την ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη. Έχω μείνει άφωνη, δεν καταφέρνω να αρθρώσω λέξη από την έκπληξή μου! Μετά από είκοσι δυο χρόνια βρήκα τον πατέρα μου που τον θεωρούσα ως τώρα σκοτωμένο…Αν με είχαν αφήσει μετά τον πυροβολισμό να γυρίσω πίσω, δεν θα ζούσα τόσο καιρό σε αυτήν την ψευδαίσθηση!

 Μου χαμογελάει βουρκωμένος, με αυτό το χαμόγελο που ήμουν σίγουρη ότι δεν θα ξανάβλεπα ποτέ, μα παρέμεινε όπως τότε…

«Ζωίτσα μου!» λέει συγκινημένος και με αγκαλιάζει σφιχτά. Παρατηρώ ότι το αριστερό του χέρι είναι σε ακινησία.

«Μπαμπά μου…Μου έλειψες πολύ!» καταφέρνω να πω συγκινημένη. Αυτή  τη στιγμή νιώθω  αγαλλίαση να με πλημμυρίζει , ευγνωμοσύνη για αυτό το αναπάντεχο δώρο. Τα δάκρυα μου τρέχουν ασταμάτητα από τα μάτια μου. Είναι δάκρυα απρόσμενης και ανείπωτης χαράς σε συνδυασμό με ένα μεγάλο χαμόγελο στο πρόσωπο και μέσα στην καρδιά μου.

«Πόσο μεγάλωσες μικρό μου κοριτσάκι! Νόμιζα πως δεν θα σε ξαναέβλεπα!». Και ανοίγει κι άλλο την πόρτα και προχωράμε μαζί στο σαλόνι. Έχουμε τόσα να πούμε….

Φαίνεται κουρασμένος και ταλαιπωρημένος,

«Λοιπόν, κοριτσάκι μου, πώς με βρήκες ;» με ρωτάει. 

Του διηγήθηκα όλη την ιστορία. Τον πυροβολισμό του που σήμαινε και τον τραυματισμό της παιδικής μου ψυχούλας, την απόγνωση μου , την Ελπίδα, τη Θεσσαλονίκη, τους εφιάλτες μου, την επιθυμία μου να βρω τον αδερφό μου.

Με παρακολουθούσε με προσοχή όση ώρα αφηγούμουν την ιστορία.

«Είδα ότι σε πυροβόλησε. Το θυμάμαι. Και από τότε κάθε φορά που το σκέφτομαι μετανιώνω γιατί δεν γύρισα πίσω να σε δω για τελευταία φορά. Τι έγινε όμως;» ανυπομονώ να ακούσω πώς κατάφερε να σωθεί από τον πυροβολισμό.

«Με πέτυχε τον ώμο. Με είδες να σωριάζομαι κάτω, γιατί έχασα τις αισθήσεις μου.»

«Νόμιζα πως σε είχε σκοτώσει!» λέω έκπληκτη.

«Όχι, δεν με σκότωσε. Ήμουν τυχερός! Μεταφέρθηκα στο νοσοκομείο και αφαίρεσαν την σφαίρα.»

Παρακολουθούσα συγκλονισμένη, συνειδητοποιώντας ότι αν πλησίαζα εκείνη τη στιγμή τον μπαμπά μου, θα ήξερα ότι ζούσε…

«Γνώριζα ότι ο Κωνσταντίνος ήταν στην μάχη, μα για εσένα δεν ήξερα τίποτα.» συνεχίζει την αφήγηση. «Καθημερινά ρωτούσα για σένα, να μάθω πού είσαι, πώς έφυγες και ζεις μόνη σου, αλλά κανείς από όλους όσους ανέθεσα να σε βρουν δεν είχαν απαντήσεις. Μετά από έναν χρόνο, όταν ανάρρωσα και βγήκα από το νοσοκομείο, με συμβούλεψαν κάποιοι Κύπριοι στρατιώτες να φύγω για τη Λευκωσία στα γρήγορα. Έτσι αναγκάστηκα το 1976 να έρθω εδώ και από τότε ζω μια ήσυχη ζωή. Όταν ήρθα, έψαχνα παντού σημάδια σου, μήπως σε είδε κάποιος, όμως η απάντηση που έπαιρνα από όλους ήταν εξίσου απογοητευτική. Κανένας δεν γνώριζε τίποτα. Ποτέ όμως δεν έπαψα να σκέφτομαι την κόρη μου και τον γιο μου. Ο Κωνσταντίνος είναι ανάμεσα στους αγνοούμενους του πολέμου όλα αυτά τα χρόνια. Και συ εμφανίστηκες τόσο ξαφνικά, η πιο ωραία και ευχάριστη έκπληξη!». Ένα χαμόγελο άστραψε στο πρόσωπό του.

«Νόμιζα όλα αυτά τα χρόνια ότι δεν ζούσες…»

«Στο πολεμικό ανακοινωθέν ανέφερε ότι δεν είχε κανένα θύμα την πρώτη μέρα».

Έμεινα έκπληκτη. Έπρεπε να  είχα δώσει μεγαλύτερη προσοχή !

«Δεν το είχα ακούσει γιατί κυριαρχούσε στο μυαλό μου η εικόνα σου, η οποία επισκίαζε κάθε ήχο..»

« Σημασία έχει ότι με βρήκες και είμαστε τώρα μαζί!» μου λέει γελώντας. Γελάω και γω ευτυχισμένη…

 

Επιτέλους έμαθα τι απέγινε η οικογένειά μου και για πάντα θα ευγνωμονώ τη Λένα που σαν από μηχανής θεός με το τηλεφώνημά της με έσωσε. Βρήκα τον πατέρα μου μετά από είκοσι δυο χρόνια και τα παιδιά μου γνώρισαν τον παππού τους. Δεν κατάφερα να ξαναδώ τον Κωνσταντίνο όμως ποτέ δεν έπαψα να τον σκέφτομαι και να εύχομαι να τον συναντήσω.

Το μίσος μου όμως για τον πόλεμο δεν παύει να υπάρχει. Άφησε πίσω του χιλιάδες νεκρούς, άλλους τόσους αγνοούμενους, παιδιά μείνανε ορφανά χωρίς κανένα στήριγμα, εκατοντάδες εγκλωβισμένους και τη βόρεια Κύπρο κατακτημένη από τις Τουρκικές δυνάμεις…

Ελπίζω στο μέλλον η αγαπημένη μου πατρίδα να ξαναγίνει δικιά μας, να ξαναπεράσει στα χέρια των Κύπριων. Ολόκληρη αυτή τη φορά, όχι μόνο τα δυο τρίτα της…

 
                                                                                                            Βασιλειάδου Παρασκευή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου