Εκπαιδευτήρια Μαντουλίδη

Συμμετοχή των Εκπαιδευτηρίων Μαντουλίδη στον διαγωνισμό Κύπρος: 1974-2015 Δεν ξεχνώ, διεκδικώ, δημιουργώ...

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2016

Παραμύθι

Σαράντα χρόνια μετά...


Στέκομαι όρθιος μπροστά της και αντικρίζω με τρόμο την ίδια μου την αντανάκλαση στα μάτια της. Τρομάζω γιατί αυτό που βλέπω δεν μοιάζει με έναν στρατιώτη που κάνει το καθήκον του. Κοιτάζω την κοπέλα, δεκατεσσάρων μόλις χρονών, και αδυνατώ να καταλάβω τι με έπιασε. Βάζω βιαστικά το όπλο μου πίσω στην θήκη του παντελονιού μου. Λέει πως το όνομά της είναι Κύπρος. Μου φαίνεται παράξενο όνομα όμως δεν μπορώ να καταλάβω γιατί. Απλά ο ήχος του με κάνει νιώθω παράξενα. Να νιώθω ντροπή, ενοχές, για αμαρτίες που δεν έχω κάνει. Ξαφνικά θυμάμαι την επίσημη διαταγή. Πρέπει να φέρνουμε όσους ζωντανούς βρίσκουμε στο στρατόπεδο. Είμαι έτοιμος να πάρω το κορίτσι από το χέρι όταν θυμάμαι και την δεύτερη διαταγή, αυτήν που μας είπε ο διοικητής προσωπικά. Σαν υπνωτισμένος ξαναβγάζω το όπλο από την θήκη του και το στρέφω προς την κοπέλα.

Ξυπνάω απότομα. Όπως κάθε χρόνο τέτοια εποχή. Θυμάμαι την ειρηνευτική επέμβαση. Θυμάμαι τον στρατιώτη που ήμουνα πριν και το απομεινάρι που έγινα μετά. Θυμάμαι την εισβολή. Ντύνομαι βιαστικά και φεύγω από το σπίτι όσο πιο γρήγορα μπορώ, σαν να προσπαθώ να ξεφύγω από κάτι. Περπατώ βιαστικά, σχεδόν κοιμισμένος ακόμα, και απλά εύχομαι να μην πέσω πάνω σε κάποιον περαστικό. Φτάνω στην καφετέρια και βλέπω τον Μουσταφά να με χαιρετά. Ένας ανίκανος άνθρωπος που δήλωσε μια ψυχική ασθένεια που δεν έχει για να συνταξιοδοτηθεί μόλις άρχισε να βαριέται την δουλειά του. Παρ’ όλα αυτά απολαμβάνω την συντροφιά του, ίσως γιατί δεν έχω καμία άλλη . Κάθομαι απέναντι του. Δύο ηλικιωμένοι, εξίσου τρελοί σύμφωνα με τα χαρτιά, ο ένας στοιχειωμένος από πράγματα που έκανε τόσο παλιά που τώρα πια δεν μπορεί καν να ξεχωρίσει αν είναι  αληθινά γεγονότα ή απλά ένα όνειρο.

«Τι σου συμβαίνει, φίλε μου; Γιατί σου είναι τόσο δύσκολο να ξεχάσεις κάτι που έγινε πριν από σαράντα ολόκληρα χρόνια;»

Μια σερβιτόρα πλησιάζει το τραπέζι όπου καθόμαστε και με ρωτά πώς θέλω τον καφέ μου. Το πρόσωπό της είναι νεανικό, αγνό. Με τρομάζει απίστευτα. Ο Μουσταφά απαντάει στην θέση μου. Η κοπέλα φεύγει. Αναστενάζω από ανακούφιση. Με τον Μουσταφά μιλάμε ατελείωτες ώρες για ανοησίες, ανταλλάσσουμε πληροφορίες που ξέρουμε ήδη και ψάχνουμε απαντήσεις σε ερωτήματα που δεν ενδιαφέρουν κανέναν απ’ τους δυο μας. Επιμένει πως χρειάζομαι ξεκούραση, ύπνο, άλλα όταν κοιμάμαι απλά κουράζομαι περισσότερο. Αρχίζουμε να συζητάμε για κινηματογράφο. Του λέω για μια αμερικάνικη ταινία όπου ένας τρελός επιστήμονας κατασκευάζει μια μηχανή με την οποία μπορεί κανείς να ταξιδέψει στο παρελθόν.

«Πάντα αυτό σκέφτεσαι, φίλε μου, σωστά; Πως θα μπορούσες να πας πίσω στο χρόνο και να αλλάξεις τα πάντα. Οι νεκροί να μην έχουν πεθάνει, οι αγνοούμενοι να έχουν βρεθεί. Τα δυο μισά να είναι ένα; Γιατί μπορείς απλά να το ξεχάσεις;»

Εκείνος μου μιλάει για παράξενες γερμανικές ταινίες. Τις χαρακτηρίζει φιλοσοφικές, ονειρικές. Λέει πως μπορούν να μου αλλάξουν την ζωή αρκεί να τους αφιερώσω λίγο χρόνο. Εκείνος έχει άπειρο χρόνο να βλέπει παράξενες ταινίες και να μαθαίνει τα ονόματα σκηνοθετών τους οποίους μάλλον δεν ξέρει κανένας πέρα από εκείνον.

«Απλά προσπάθησε, φίλε μου, να συγχωρέσεις τον εαυτό του.»

Παρατηρώ ότι η ώρα έχει περάσει. Ζαλισμένος περπατώ μέχρι το σπίτι. Βιάζομαι, σαν να με κυνηγά κάποιος ή κάτι. Τρέχω μέσα στην βροχή κρατώντας σφιχτά το όπλο μου, και δεν είμαι πάρα ένας ανόητος νεαρός που πιστεύει ότι αν εντυπωσιάσει τους ανώτερους του θα γίνει ξαφνικά ήρωας. Ο νεαρός έχει ένα χαμόγελο στα χείλη του. Πιστεύει πως από στιγμή σε στιγμή θα του δοθεί η ευκαιρία να μείνει στην ιστορία. Τίποτα στον κόσμο δεν μπορεί να τον σταματήσει. Χωρίζεται από τους άλλους στρατιώτες. Σπάει την πόρτα του πρώτου αγροτόσπιτου που βλέπει και μπαίνει μέσα.

Στέκεται όρθιος μπροστά και την κοιτάζει με τρόμο. Η κοπέλα είναι δεκατεσσάρων μόλις χρονών. Το πρόσωπό της είναι αγνό, νεανικό. Φοβάται. Βάζει βιαστικά το όπλο του πίσω στην θήκη του παντελονιού μου. Εκείνη του λέει πως το όνομά της είναι Κύπρος. Το όνομα του φαίνεται παράξενο, όμως δεν ξέρει γιατί. Θυμάται την επίσημη διαταγή, πως πρέπει να πηγαίνει όλους τους ζωντανούς στο στρατόπεδο. Είναι έτοιμος να πάρει το κορίτσι από το χέρι όταν θυμάμαι και την δεύτερη διαταγή, αυτήν που του είχε πει ο διοικητής προσωπικά. Σαν υπνωτισμένος ξαναβγάζει το όπλο από τη θήκη του και το στρέφει προς την κοπέλα.

Ο νεαρός ξυπνά απότομα και παρατηρεί ότι έχει γεράσει. Ντύνεται βιαστικά και παίρνει τηλέφωνο τον Μουσταφά άλλα εκείνος του λέει πως δεν μπορούν να συναντηθούν, καθώς θα πάει σε ένα φεστιβάλ κινηματογράφου. Λέει τα ονόματα μερικών ηθοποιών όμως δεν γνωρίζω κανέναν τους.

Βγαίνω από το σπίτι χωρίς να θέλω να πάω κάπου συγκεκριμένα. Περιφέρομαι άσκοπα για ώρες. Χαζεύω βιτρίνες μαγαζιών που δεν ξέρω καν τι πουλάνε. Ρωτάω περαστικούς πώς να πάω σε διάφορα μέρη ακόμα παρ’ όλο που γνωρίζω κάθε δρόμο της πόλης. Δεν μου παίρνει πολλή ώρα για να αρχίσω να αναρωτιέμαι αν πρέπει όντως να ξεχάσω, αν το να βασανίζομαι για πράγματα που συνέβησαν πριν από δεκαετίες και δεν μπορώ να αλλάξω βοηθάει εμένα ή οποιονδήποτε. Αν αλλάζει κάτι. Ίσως θα ήταν καλύτερα αυτό να το είχα αναρωτηθεί πολύ καιρό πριν.

«Τι κερδίζεις με το να θυμάσαι; Κάθε χρόνο τέτοια εποχή υποφέρεις σαν να ήσουν εσύ που σκότωσες όλους αυτούς τους ανθρώπους. Ήσουν απλά ένας από τους πολλούς και έκανες ο, τι έκανες επειδή ήταν το καθήκον σου και όχι επειδή το διασκέδασες. Ξέχνα τα όλα και προχώρα.»

Δεν μπορώ όμως να ξεχάσω. Είναι αδύνατον. Μπορώ όμως να προχωρήσω. Περπατώ στους δρόμους με ένα ανεξήγητο χαμόγελο στα χείλη, λες και από στιγμή σε στιγμή θα μου δοθεί ευκαιρία να γίνω ήρωας.

Τρέχω μέσα στην βροχή κρατώντας σφιχτά το όπλο μου, ακόμα κι αν δεν έχω καμία ιδέα τι μπορεί να κάνει πραγματικά. Χαμογελάω. Πιστεύω πραγματικά πως αλλάζω τον ρου της ιστορίας. Βλέπω ένα αγροτόσπιτο. Μοιάζει έρημο άλλα σπάω την μπροστινή πόρτα και μπαίνω μέσα. Θέλω στ’ αλήθεια να βρω κάποιον να κρύβεται σ’ αυτό το φαινομενικά ερειπωμένο σπίτι που οι συμπολεμιστές μου δεν θα σκεφτόταν ποτέ να ψάξουν. Θέλω να βρω κάποιον και να τον παραδώσω στους ανωτέρους μου. Θέλω να εντυπωσιαστούν και να με θεωρήσουν ήρωα. Η τύχη μου χαμογελάει. Όντως υπάρχει κάποιος μέσα στο σπίτι.

Στέκομαι όρθιος μπροστά της και αντικρίζω στα μάτια της την  ίδια μου την αντανάκλαση. Αυτό που βλέπω δεν μοιάζει με έναν στρατιώτη που κάνει το καθήκον του. Κοιτάζω την κοπέλα, δεκατεσσάρων μόλις χρονών, και αναρωτιέμαι τι θα κάνω μετά. Βάζω βιαστικά το όπλο μου πίσω στην θήκη του παντελονιού μου. Οι διαταγές είναι ξεκάθαρες. Πρέπει απλά να την πάω στο στρατόπεδο. Ήμαστε μια ειρηνευτική δύναμη και βοηθάμε ένα κράτος που ήρθε αντιμέτωπο με πραξικόπημα. Μου λέει πως το όνομά της είναι Κύπρος. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί να θέλει μου πει κάτι τέτοιο. Δεν με γνωρίζει. Είμαι απλά ένας στρατιώτης που κάνει το καθήκον του. Ξαφνικά θυμάμαι την διαταγή που μου έδωσε προσωπικά ο διοικητής. Δεν πρέπει να φέρω κανέναν στο στρατόπεδο. Ξαναβγάζω το όπλο από την θήκη του και το στρέφω προς την κοπέλα.

«Τώρα πρέπει να σε σκοτώσω. Γι’ αυτό τρέξε. Φύγε από εδώ. Ζήσε την ζωή σου.»

Ξυπνάω επιτέλους, ήρεμα, σαράντα χρόνια μετά. Έτοιμος να ζήσω τη δική μου ζωή, θέλοντας να αντικρίσω τον κόσμο.

                                                                                 Παπαδημητρίου Λουκάς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου